- αγελαίος
- (I)-αία, -αίο (Α ἀγελαῑος, -αία, -αῑον, Μ ἀγέλαιος, -αία, -αιον)1. αυτός που ανήκει σε αγέλη2. αυτός που ζει ομαδικά, κοπαδιαστά3. κοινός, συνηθισμένοςνεοελλ.χυδαίος, «τού σωρού»αρχ.1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀγελαῑοιτα μέλη τής ἀγέλης* στην Κρήτη2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀγελαῑατα ζώα που ζουν κοπαδιαστά (αντίθ. τού μοναχικά, σποραδικά)3. «αἱ ἀγελαῑαι τῶν ἵππων», φοράδες αναπαραγωγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγέλη.ΣΥΝΘ. < ἀγελαιοκομικός, ἀγελαιοτροφία].————————(II)ο (Βιολ.)κάθε έντομο, πουλί ή άλλο ζώο που ζει κατά ομάδες πολλών ατόμων, δηλ. κατά αγέλες.
Dictionary of Greek. 2013.